lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άζωτο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nitrogen
άζωτο
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stickstoff
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kvælstof, nitrogen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nitrógeno, ázoe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
azote, nitrogène
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
azoto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvelstoff, nitrogen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
азот
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
азот
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
азот
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lämmastik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
typpi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dušik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nitrogén
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
azotas
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dusík
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
азот
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
azot

Σχετικές λέξεις

άζωτο λίπασμα, άζωτο στα ελαστικά, άζωτο ουρίασ αίματοσ, άζωτο ουρίας, άζωτο ν, άζωτο στα φυτά, άζωτο βικι, άζωτο για φυτα, άζωτο στα αγγλικα, άζωτο μετάφραση