lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άλλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alternative, another, different, else, farther, latter, new, other, second, variant
άλλος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
druhý, jiný, odchylný, odlišný, ostatní, rozdílný, různý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
andere, anderen, anders, sonstig, verschieden, zweit, zweite
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anden, andet, andre, forskellig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
demás, diferente, otro, segundo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autre, autrui, deuxième, différent, différente, habit, second
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altro, differente, difforme, diverso, secondo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
andra, andre, annen, annerledes, annet, forskjellig, ulik
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
второй, другой, иной
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andra, andre, bakgrund
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tjetër
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
другі, іншы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
muu, teine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eri, muu, toinen, toisenlainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drugi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyéb, második
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
antras, kitas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diferente, distinto, diverso, nutro, outro, outros, segundo, toro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
alt, clipă, doilea, secundă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
drugi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додатковий, другий, другорядний, по-друге, повторний, підкріпити, підкріпляти, підтримати, підтримувати, різний, різноманітний, секунда, ще, інакший, інакшою, інакшої, інший, іншою, іншої, іншій
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
drugi, inny

Σχετικές λέξεις

άλλος άνθρωπος, άλλος άνθρωπος στίχοι, άλλος δρόμος, άλλος για χίο τράβηξε, άλλος για το εκατομμύριο, άλλος τρόπος, άλλος για τη βάρκα μας, άλλος άνθρωπος θα είμαι, άλλος δρόμος κατερίνη, άλλος για τον κορυδαλλό