lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άμυλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
starch
άμυλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
škrob
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kartoffelstärke, kraftmehl, stärke
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stivelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
almidón, engrudo, fécula
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amidon, empois, fécule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amido, salda
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stivelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крахмал, крахмаль
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stärkelse
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
глікаген, крухмал
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tärklis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tärkkelys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
škrob
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
keményítő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
krakmolas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amido, fécula
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
škrob
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
борошно, крохмаль
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krochmal, skrobia

Σχετικές λέξεις

άμυλο πατάτας, άμυλο αραβοσίτου, άμυλο τροφές, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο σίτου, άμυλο ρυζιού, άμυλο στα αγγλικά, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο χημικός τύπος