lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άναρθρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blear, bleary, blurry, dim, faint, hazy, inarticulate, indistinct, nonsolid, oblique, obscure, unclear, vague, vaguest
άναρθρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mlhavý, mátožný, neartikulovaný, nejasný, nepřesný, neurčitý, nezřetelný, rozmazaný, vágní, zmatený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbestimmt, undeutlich, vag, verschwommen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
uklar, utydelig, vag
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borroso, brumoso, confuso, inarticulado, indistinto, vago
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confus, flou, imprécis, inarticulé, indistinct, indistincte, indéfinissable, vague
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confuso, indistinto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uklar, usiktbar, utydelig, vag
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невнятный, нечленораздельный, неясный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obestämd, oklar, otydlig, sluddrig, vag
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
хваля
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epämääräinen, epäselvä, hämärä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tétova
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brumoso, inarticulado, indistinto, vago
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
confuz
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niewyraźny

Σχετικές λέξεις

έναρθρος λόγος