lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άρμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
automobile, car, carriage, cart, chariot, coach, van, vehicle, wagon
άρμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kočár, kára, povoz, vozík, vůz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auto, fuhre, karren, kraftfahrzeug, kraftwagen, kutsche, personenkraftwagen, personenwagen, streitwagen, wagen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
automobil, bil, kærre, køretøj, vogn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
auto, automóvil, carreta, carretilla, carro, coche
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capoter, char, chariot, charrette, chartil, fourgon, guimbarde, van, voiture
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carretta, carro, carrozza, furgone, vettura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bil, brannbil, kjerre, vogn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воз, колесница, машина, телега, фура
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kärra, vagn
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karrocë, veturë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
автомобил, колесница
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
калёсы, машына
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tõld
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
auto, kärryt, vankkurit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
auto, kola, kolica, kočija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
autó, kocsi, szekér, versenyszekér
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
automobilis, karieta, vežimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
auto, automóvel, caminhão, carro, carroça, carruagem, coche, veículo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
car
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
avto, voz
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
auto
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віз
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rydwan, wóz

Σχετικές λέξεις

άρμα θέσπιδος, άρμα πολιτών, άρμα μάχης, άρμα ετυμολογία, άρμα βοιωτίας, άρμα της υπάτης, άρμα πάρνηθας, άρμα μάχης μ 113, άρμα μάχης μ-48, άρμα του ήλιου