lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έκταση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extent
έκταση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
objem, rozloha, rozsah, rozsáhlost, velikost, šíře
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdehnung, ausmaß, umfang
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
omfang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amplitud, extensivo, latitud
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ampleur, donner, latitude, étendue
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampiezza, distesa, vastità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omfang, utstrekning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
протяжённость, широта
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omfång, utstrykning, utsträckning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laajuus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
terjedelem
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozciągłość, rozległość

Σχετικές λέξεις

έκταση ελλάδας, έκταση θεσσαλονίκης, έκταση αθήνας, έκταση κρήτης, έκταση δήμων, έκταση ευρώπης, έκταση κριμαίας, έκταση ελληνικού, έκταση φωνής, έκταση γαλλίας