lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έμπνευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
afflatus, aspiration, brainwave, infusion, inhalation, inspiration
έμπνευση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aspirace, inspirace, nadechnutí, odsávání, přídech, touha, vdech, vdechnutí, vdechování, vnuknutí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einatmung, einflößung, eingebung, inspiration
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ånd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspiración, inspiración, musa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspiration, illumination, inspiration, verve
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambizione, ispirazione, vena
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innskytelse, ånd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вдох, вдохновение, вдыхание, воодушевленность, воодушевлённость, инспирация
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inspiration
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вдъхновение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
натхненне, інспірацыя
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haltioituminen, innoitus, inspiraatio, pyyde
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
belélegzés, ihlet, inspiráció
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entusiasmo, extasio, inspirais
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдих, натхнення, ілюмінація, інспірація
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
inspiracja, natchnienie, wdech

Σχετικές λέξεις

έμπνευση συνώνυμα, έμπνευση κομοτηνη, έμπνευση στίχοι, έμπνευση και δημιουργία, έμπνευση άννα βίσση, έμπνευση αποφθέγματα, έμπνευση ετυμολογία, έμπνευση συνώνυμο, έμπνευση ορισμός, έμπνευση λεξικό