lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ένεση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hypo, injection, shot
ένεση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
injekce, vstřikování, vstříknutí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einspritzung, injektion, spritze
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inyección
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
injection
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniezione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
injeksjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
впрыск, впрыскивание, инъекция, укол
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruiske, ruiskutus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
injekcija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fecskendezés, injekció, oltás
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
injekcija
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заряджений, стрілець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
iniekcja, wtrysk, zastrzyk

Σχετικές λέξεις

ένεση κορτιζόνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση σιδήρου, ένεση prolia, ένεση βιταμίνης κ, ένεση κορτιζόνης παρενέργειες, ένεση αδρεναλίνης, ένεση στον πισινό, ένεση αδρεναλίνης τιμή, ένεση αδρεναλίνης στην καρδια