lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έρημος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bareness, blankness, bleak, desert, desolation, emptiness, vacuity, vacuum, void, wild, wilderness
έρημος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
poušť, prázdnota, prázdný, pustý, vzduchoprázdno
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leere, vakuum, wüst, wüste, öde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tom, udørken, vakuum, øde, ødemark, ørken
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desierto, despoblado, desértico, hueco, vacío, yermo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désert, désertique, lieu, sables, simoun, vacuité, vague, vide
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deserto, lacuna, vano, vuotaggine, vuoto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
auken, tom, tomhet, øde, ødemark, ødslig, ørken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опустошенность, опустошённость, пустой, пустота, пустынен, пустынный, пустыня, пустырь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tomhet, ödemark, ödslig, öken
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вакуум, пустиня
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пустата, пусты
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kõrb, vaakum
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aavikko, asumaton, autio, autiomaa, erämaa, jylhä, tyhjyys, tyhjä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pustinja, pustoš, vakuum
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kopár, puszta, sivatag, sivatagi, vákuum, üresség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dykuma, vakuumas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deserto, ermo, vazio, vácuo, vão
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
prázdnota
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вакансія, вакуум, лакуна, порожнеча, порожнина, прогалина, пропуск, пустота
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pustka, pustynia, pustynny

Σχετικές λέξεις

έρημος καλαχάρι, έρημος γκόμπι, έρημος ατακάμα, έρημος ναμίμπ, έρημος σαχάρα, έρημος αυστραλίας, έρημος μοχάβε, έρημος λουτ, έρημος λουτ (ιράν), έρημος τάκλα μακάν