lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αγγαρεία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chore, crochet, drudgery, job, labour, making, serfdom
αγγαρεία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dělání, dřina, lopota, nevolnictví, otročina, poddanství, poroba, povinnost, práce, robota, zaměstnání, úloha
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeit, aufgabe, beruf, beschäftigung, fron, fronarbeit, frondienst, hausarbeit, job, knechtschaft, leibeigenschaft
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
arbejde, job, opgave, sysle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
curro, factura, faena, ocupación, tarea, trabajo, vasallaje
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
besogne, boulot, corvéable, corvée, façon, labeur, maçonnerie, minage, oeuvre, ouvrage, servage, travail, tâche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fattura, lavoro, mansione, travaglio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeid, gjøremål, sysla
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
барщина, задание, работа
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
göra, göromål, syssla
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работа
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
amet, töö
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
askare, toimi, työ
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posao
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dolog, munka, rabszolgamunka
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
darbas, profesija, tarnyba, užduotis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarefa, trabalho
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
služba
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pańszczyzna, robota

Σχετικές λέξεις

αγγαρεία καταδικων, αγγαρεία κάνω ποινήν εκτίω, αγγαρεία ετυμολογία, αγγαρεία συνώνυμο, αγγαρεία english, αγγαρεία λεξικό, αγγαρεία στα αγγλικα