άνοστος στα τσεχική άνοστος στα γερμανικά άνοστος στα δανική άνοστος στα ισπανικά άνοστος στα γαλλικά άνοστος στα ιταλικά άνοστος στα νορβηγικά άνοστος στα ρωσικά άνοστος στα σουηδικά άνοστος στα φινλανδικά άνοστος στα ουγγρική άνοστος στα πορτογαλικά άνοστος στα πολωνική
πλούσιος στα νορβηγικά μουρμουρίζω στα ρωσικά ένωση στα εσθονική μολύνω στα ισπανικά αστέρι στα λιθουανική
ένωση ασφαλιστικών εταιρειών ελλάδος μολύνω μολυνει μολύνει πλούσιος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αξίζει πολλά και όχι ο άνθρωπος που έχει πολλά μουρμουρίζω στα αγγλικά αστέρι του δαβίδ