lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανόητος στα αγγλικά

Λέξη:
ανόητος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (30):
absurd, asinine, ass, crass, daft, dumb, fatuous, foolish, footling, gormless, inappropriate, inept, insane, insipid, muddle-headed, muddleheaded, mute, nuts, obtuse, pigheaded, preposterous, senseless, silly, sodden, stupid, unconscionable, unreasonable, wacky, yokel, yoyo
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ανόητος, παλαιό ανόητος, ανόητος συνώνυμα, ανόητος στα αρχαία, ανόητος στα αγγλικά, ανόητος αγγλικά, ανόητος στα αγγλικά, absurd στα ελληνικά
ανόητος στα αγγλικά