lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα αγγλικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (21):
aggrieve, bad, damage, dent, detriment, disagree, disservice, evil, grievance, grieve, harm, ill, injure, injury, injustice, mischief, prejudice, trouble, wrong, wrong-doing, wrongdoing
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα αγγλικά, aggrieve στα ελληνικά
βλάπτω στα αγγλικά