lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα αγγλικά

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
abduct, allure, baffle, bait, beckon, cajole, decoy, delude, entice, inveigle, lure, rape, ravish, seduce, tempt, wile, woo
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα αγγλικά, abduct στα ελληνικά
δελεάζω στα αγγλικά