lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα αγγλικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
acknowledge, affirm, allege, allow, approve, assent, assert, boast, commend, confirm, connive, countenance, glorify, receive, recognize, validate
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα αγγλικά, acknowledge στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα αγγλικά