lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταγωγή στα αγγλικά

Λέξη:
καταγωγή (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
ancestry, ascendance, background, birth, blood, derivation, descent, extraction, lineage, origin, origination, parentage, paternity, pedigree, provenance, provenience, strain
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά καταγωγή, καταγωγή φουρέιρα, καταγωγή των ελλήνων, καταγωγή των ειδών, καταγωγή τσίπρα, καταγωγή τούρκων, καταγωγή στα αγγλικά, ancestry στα ελληνικά
καταγωγή στα αγγλικά