lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικώ στα αγγλικά

Λέξη:
κατοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (8):
abide, domicile, dwell, inhabit, live, reside, stay, occupy
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά κατοικώ, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, abide στα ελληνικά
κατοικώ στα αγγλικά