lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοιράζω στα αγγλικά

Λέξη:
μοιράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (28):
administer, allocate, allot, apportion, bisect, carve, deal, disband, disjoin, dispense, disseminate, dissever, dissociate, distribute, divide, group, parcel, partake, participate, partition, prorate, reallocate, segregate, separate, share, splay, split, stream
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μοιράζω, συνώνυμο μοιράζω, μοιράζω φυλλάδια, μοιράζω φιλιά στίχοι, μοιράζω φιλιά download, μοιράζω φιλιά, μοιράζω στα αγγλικά, administer στα ελληνικά
μοιράζω στα αγγλικά