lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποκύπτω στα αγγλικά

Λέξη:
υποκύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (4):
defer, succumb, undergo, yield
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά υποκύπτω, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω ετυμολογια, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω στα αγγλικά, defer στα ελληνικά
υποκύπτω στα αγγλικά