lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα αγγλικά

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (30):
abuse, adhere, administer, advancing, advantage, apply, avail, behalf, benefit, comply, employ, enjoy, exercise, exert, expedience, expediency, gain, good, harnessing, leverage, operation, practise, profit, service, stead, stretch, usage, use, utilization, utilize
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, abuse στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα αγγλικά