lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αγιότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
holiness, sacredness, sainthood, saintliness, sanctity
αγιότητα
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heilig, heiligkeit, heiligtum
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
santidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sainteté, tabou
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
santità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hellighet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
святость
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hellighet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
святасць
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
святість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
świętość

Σχετικές λέξεις

αγιότητα ένα λησμονημένο όραμα, η αγιότητα