lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αγκάθι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
barb, prickle, prong, quill, router, spike, spine, spinelessly, stubble, thorn
αγκάθι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bodec, bodlina, bodlák, hrot, osten, trn, špice, špička
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dorn, grat, rückgrat, stachel, stift, zacke, zink
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
rygrad, tagge, torn, tørne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aguijón, espina, pincho, púa, rejo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aiguillon, ardillon, piquant, pointe, écharde, épine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aculeo, punta, spina, spino
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brodd, nabbe, pigg, tagg, torn, tørne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колючий, колючка, острие, терние, шип
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nabbe, pigg, tagg, torn, törne
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjemb
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
острие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гак, калючка, палец, шып
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
oga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oka, piikki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trn
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espinho, estrepe, pico, pua, rejo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tŕň, špice
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брутальний, грубий, калькуйте, колючка, мова, неввічливий, незакінчений, необроблений, неприємний, нерівний, нечемний, неґречний, пошерхлий, різкий, суворий, терпкий, хребет, шерехатий, шерхлий, шершавий, шип, шорсткий, щука, язик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cierń, kolec

Σχετικές λέξεις

αγκάθι μελισσουργοί, αγκάθι του αγίου ιωάννη ή βαλσαμόχορτο, αγκάθι του αγίου ιωάννη, αγκάθι του χριστού, αγκάθι στο λαιμό, αγκάθι γκαλερί, αγκάθι στο πόδι, αγκάθι ονειροκρίτης, αγκάθι του χριστού φυτό, αγκάθι αχινού