lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αγοράζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquire, acquisition, buy, purchase, shop
αγοράζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dosáhnout, koupit, kupovat, nabýt, nakupovat, pořídit, vykoupit, získat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ankaufen, einkaufen, erwerben, kaufen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anskaffe, få, handle, købe, skaffe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adquirir, comprar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acheter, acquérir, racheter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acquisire, acquistare, comperare, comprare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anskaffa, anskaffe, få, handla, handle, kjøpe, oppnå, skaffe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покупать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anskaffa, få, förvärva, handla, köpa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blej
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
купiць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omandama, ostma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hankkia, ostaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kupiti, kupovati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vásárolni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pirkti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adquirir, comprar, obter
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cumpăra
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
купити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kupować, nabyć

Σχετικές λέξεις

αγοράζω παλιά, αγοράζω βιβλία, αγοράζω ελληνικά, αγοράζω ρούχα, αγοράζω παλιά έπιπλα, αγοράζω πουλάω, αγοράζω πωλουνται γιδια, αγοράζω φθηνά, αγοράζω συνώνυμα, αγοράζω μεταχειρισμένα έπιπλα