lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αιχμή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrow-head, arrowhead, bit, blade, cusp, edge, knife-edge, nib, point, spike, spire, tip
αιχμή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
břitkost, cíp, hrot, konec, ostří, rydlo, čepel, špice, špička
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blatt, grat, klinge, schneide, schärfe, spitze, stift, zacke, zipfel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blad, erg, klinge, spids, top
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corte, filo, hilo, hoja, punta, puya, púa, tajo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bout, flèche, lame, loulou, pointe, taillant, tranchant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cuspide, lama, punta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blad, egg, klinge, odd, pigg, skjær, spedts, spiss, topp
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вершина, кончик, лезвие, острие, остриё
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bett, blad, egg, skär, spets
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
majë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
острие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лязо
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huippu, kärki, nipukka, terä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šiljak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hegy, penge, templomtorony, él
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ašmenys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corte, extremidade, filo, pico, ponta, ápice
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бігун, вершина, вкушений, вістря, вістрі, клинок, пік, спіраль, травинка, частка, шматочок, шпиль
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ostrze, szpic

Σχετικές λέξεις

αιχμή μεσολόγγι, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεγάρων, αιχμή συνώνυμα, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή gr