lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακολουθία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambience, ambient, encirclement, entourage, environment, milieu, scene, selling, setting, surrounding, surroundings, vicinity
ακολουθία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
atmosféra, obklíčení, okolnosti, okolí, ovzduší, prostředí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ambiente, milieu, umgebung, umwelt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
miljø, omgivelse, ramme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ambiente, rededor, ámbito
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alentours, ambiance, bouclage, cadre, encerclement, entour, entourage, environnement, environs, milieu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambiente, dintorni
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
miljø, omgivelse, ramme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
антураж, облегание, окружение, оцепление
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
miljö
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
антураж
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абкружэнне, акружэнне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ympäristö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okolina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
környezet
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambiente, arredores, cercanias, cerco, entorno
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
împrejurimi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антураж, околиці, оправа, оточення, оточити, оточувати, оточіть, постановка, свита, середа, середовища, середовище, установка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
otoczenie

Σχετικές λέξεις

ακολουθία χαιρετισμών, ακολουθία της κυριακής, ακολουθία φιμπονάτσι, ακολουθία του γάμου, ακολουθία μνημοσύνου, ακολουθία του όρθρου, ακολουθία ευχελαίου, ακολουθία των ωρών, ακολουθία μεταλήψεως, ακολουθία αγιασμού