lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακούω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attend, hark, hear, heard, hearken, listen, monitor, obey
ακούω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doprovázet, naslouchat, poslechnout, poslouchat, sledovat, slyšet, uposlechnout, uslyšet, vyslechnout, zaslechnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhören, gehorchen, horchen, hören, lauschen, vernehmen, zuhören
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
adlyde, høre, lyde, lystre, lytte, parere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escuchar, obedecer, oír
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entend, entendre, obtempérer, obéir, ouïr, suivre, écourter, écouter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascoltare, obbedire, porgere, sentire, ubbidire, udire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adlyde, avhøra, høre, lyde, lystre, lytte, parere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
внимать, заслышать, послушать, слушать, слышать, услыхать, услышать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avhöra, högre, höra, lyssna, lytte, åhöra
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëgjoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
слухаць, чуць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
alluma, kuulama, kuuletuma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuulla, kuunnella
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slušati, čuti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
figyel, hallani, hallgat, hallgatni, meghall
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atender, escachar, escutar, obedecer, observar, ouvir
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poslušati, slišati
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
počuť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотримуватися, заслухати, заслуховувати, зрозумійте, зрозуміти, послухати, почуйте, почути, прослідкувати, розуміти, слухайте, слухати, слідкувати, слідуйте, чути
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nasłuchiwać, posłuchać, słuchać, słyszeć, usłyszeć

Σχετικές λέξεις

ακούω την αγάπη, ακούω φωνές, ακούω παραμύθια, ακούω αρχαία, ακούω τινά διαβάλλειν, ακούω και ξεχνώ βλέπω και θυμάμαι κάνω και καταλαβαίνω, ακούω αρχικοι χρόνοι, ακούω συνώνυμα, ακούω την αγάπη lyrics, ακούω κλίση