lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακρωτηριασμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amputation
ακρωτηριασμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
amputace, odnětí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amputation
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amputación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amputation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amputazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amputasjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ампутация
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amputation
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ампутацыя
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
amputácia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ампутація, видалення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
amputacja

Σχετικές λέξεις

ακρωτηριασμόσ γυναικείων γεννητικών οργάνων, ακρωτηριασμόσ των ερμών, τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ