lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακτινοβολία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
effulgence, eradiation, radiance, radiation
ακτινοβολία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
radiace, sálání, vysílání, vyzařování, záření
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strahlung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stråling
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irradiación, radiación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
irradiation, radiation, rayonnement, émission
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irraggiamento, radiazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stråling, strålning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
радиация
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strålning
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
радыяцыя
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säteily
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sugárzás
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
radiaţie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випромінювання, променева, променевий, радіаційний, радіація
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
promieniowanie, radiacja

Σχετικές λέξεις

ακτινοβολία κινητών, ακτινοβολία υποβάθρου, ακτινοβολία wifi, ακτινοβολία πέδησης, ακτινοβολία για καρκίνο, ακτινοβολία uv, ακτινοβολία σύγχροτρον, ακτινοβολία cherenkov, ακτινοβολία γ, ακτινοβολία hawking