lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αλάτι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saline, salt, salting
αλάτι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
sůl
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
salz
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
salt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
salt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соль
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
salt
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kripë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сол
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suola
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sol
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
druska
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sal
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
sol
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
soľ
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sól

Σχετικές λέξεις

αλάτι ιμαλαιων, αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη, αλάτι πιπέρι κερατσίνι, αλάτι κόκκινο, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι της γης, αλάτι μάνης, αλάτι kosher, αλάτι θερμίδες