lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αμοιβή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amends, atonement, award, awarding, compensation, premium, prise, prize, recompense, recovery, redress, reward, rewarding, trophy
αμοιβή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bonifikace, cena, kompenzace, nahrazení, náhrada, odměna, odplata, odškodnění, vyrovnání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auszeichnung, belohnung, entschädigung, lohn, preis, prämie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
belønning, dusør, erstatning, gevinst, gratiale, pris, skadeserstatning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
compensación, desagravio, galardón, pago, premio, recompensa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
challenge, compensation, dédommagement, gratification, guerdon, oscar, prix, récompense
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compenso, gratifica, mercede, premio, ricompensa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
belønning, dusør, erstatning, gevinst, godtgjørelse, gratiale, lønn, premie, pris, skadeserstatning, vinst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возмещение, вознаграждение, компенсация, награда, премия, приз
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
belöning, dusör, lönn, premie, pris, vinst
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çmim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компенсация, награда, обезщетение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аплата, замена, зварот, кампенсаванне, кампенсацыя, падзяка, прыз, прэмія, узнагарода
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korvaus, palkinto, vahingonkorvaus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagrada
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
díj, jutalom, pályadíj
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
atlyginimas, atpildas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desquite, galardoa, pago, premio, prima, recompensa, reembolso
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
cena
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cena
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балансування, вартісний, вартість, видужання, винагорода, виплата, відновлення, відплата, відшкодовування, відшкодування, данина, загладжування, звільнення, квитанція, компенсація, компенсування, контрибуція, лаж, нагорода, одужання, окупність, оплата, опціон, офсетний, першосортний, повернення, повертання, погашення, позичка, покидати, покинути, покутування, премія, приз, пустеля, репарація, розбір, розгляд, розглядання, спокутування, тантьєма, трофей, ціна, цінність, ціновий, індемнітет
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nagroda, rekompensata

Σχετικές λέξεις

αμοιβή δικηγόρου, αμοιβή δικαστικών αντιπροσώπων 2014, αμοιβή μεσίτη, αμοιβή συμβολαιογράφου, αμοιβή μηχανικού, αμοιβή λογιστή, αμοιβή τεχνικού ασφαλείας, αμοιβή συμβολαιογράφου 2014, αμοιβή τοπογραφικού, αμοιβή δημοτικού συμβούλου