lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αμοιβαίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interplay, mutual, reciprocal
αμοιβαίος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
oboustranný, reciproční, vzájemný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beiderseitig, gegenseitig, gemeinsam, reziprok, wechselseitig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fælles, gensidig, indbyrdes
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mutual, mutuo, recíproco, respectivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corrélation, mutuel, partagé, respectif, réciproque
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mutuo, reciproco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjensidig, innbyrdes
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взаимный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reciprok, ömsesidig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
узаемны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastavuoroinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obostran, zajednički
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
inverz, kölcsönös, közös, reciprok
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
abipusis, bendras
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mutuo, mútuo, recíproco
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
взаємний, обопільний, спільний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wzajemny

Σχετικές λέξεις

αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος συνωνυμα