lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναπηρία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deformity, disability, flaw, handicap, infirmity, invalidism, invalidity, lameness, vice
αναπηρία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chyba, nectnost, neduživost, neřest, vada
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebrechen, gebrechlichkeit, laster
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
defekt, last
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
defecto, deformidad, mutilación, vicio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
difformité, fragilité, imperfection, impotence, infirmité, tare, vice
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vizio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
last
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
немощь, неполноценность, увечье, уродство
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ves
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pahe
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
porok
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyarlóság, gyengeség, szépséghiba
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perversão, vicio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
postihnutie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брак
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kalectwo, ułomność

Σχετικές λέξεις

αναπηρία 80, αναπηρία ορισμός, αναπηρία τώρα, αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία ετυμολογία, αναπηρία και πολιτική, αναπηρία και κοινωνία, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη