lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανθίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bloom, blossom, blow, boom, flourish, flower, richly, thrive
ανθίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kvést, prosperovat, prospívat, vzkvétat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufblühen, blühen, brühen, erblühen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blomstre, trives
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desabotonar, florecer, medrar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fleurir, prospérer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiorire, infiorare, prosperare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blomstra, blomstre, trives
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зацветать, процветать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blomstra
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цъфтя
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цьвiсьцi
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
õitsema
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukoistaa, viihtyä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyílni, virágzani
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
žydėti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
florescer, medrar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
cveteti
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kvet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконайтеся, вчинити, вчиняти, зайнятися, зробити, квітнути, процвітати, процвітіть, робити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kwitnąć, zakwitać, zakwitnąć

Σχετικές λέξεις

ανθίζω συνώνυμα, ανθίζω στα αγγλικά, ανθίζω λίγο ακόμα, ανθίζω συνώνυμο