lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανθρωπιστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
art, human, humane, humanistic, humanitarian, manlike
ανθρωπιστικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
humanistický, humanitní, humanitářský, humánní, laskavý, lidský
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
human, humanistisch, humanitär, menschlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
human, humanistisk, humanitær, menneske, menneskelig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bienhechor, humanitario, humano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bon, humain, humaniste, humanitaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umanistico, umanitario, umano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
human, humanistisk, humanitær, menneske, menneskelig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гуманен, гуманистический, гуманитарный, гуманный, людской, человек, человеческий, человечий, человечный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
human, humanistisk, humanitär, mänsklig
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
човешки
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гуманны, людскі, чалавечы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihminen, inhimillinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
emberi, emberséges, humánus
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
žmonija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humano
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
humanistický
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гуманний, гуманіст, гуманітарний, земля-внесений, людський, людяний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
humanistyczny, humanitarny, ludzki

Σχετικές λέξεις

ανθρωπιστικός συνώνυμο