lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανοσία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immunity, inviolability, privilege, resistance, robustness, tolerance
ανοσία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chráněnost, imunita, nedotknutelnost, neporušitelnost, odboj, odolnost, odpor, pevnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
immunität, unverletzlichkeit, widerstand, widerstandsfähigkeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
immunitet, modstand
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incolumidad, inmunidad, inviolabilidad, resistencia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
immunité, intangibilité, inviolabilité, rusticité, résistance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immunità, resistenza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
immunitet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
иммунизация, иммунитет, неприкосновенность, сопротивляемость, устойчивость
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
immunitet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имунитет, съпротивление
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
імунітэт
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vastupanu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
immuniteetti, koskemattomuus, vastarinta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
mentesség, védettség
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oposição, resistência
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
imunita
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звільнення, недоторканість, привілей, пільга, імунітет
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
immunitet, nietykalność, odporność

Σχετικές λέξεις

ανοσία ορισμός, ανοσία αγέλησ, ανοσία ppt, ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία συνώνυμο, ανοσία λεξικο, ανοσία wiki, ανοσία μετάφραση, χυμική ανοσία