lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανωφελής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aimless, barren, duff, pointless, purposeless, useless
ανωφελής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezúčelný, marný, nepotřebný, neproduktivní, planý, zbytečný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
müßig, nutzlos, unfruchtbar, unnütz, zwecklos
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nytteløs, unødvendig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desusado, infructuoso, inservible, inútil, ocioso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inutile, oiseux, oisif, vain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inservibile, inutile, vano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nytteløs, unødvendig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесполезен, бесполезный, бесцелен, бесцельный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lönlös, onyttig
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безполезен
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бескарысны, бязмэтны, дарэмны, марны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyödytön, joutava, tarpeeton, turha
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzaludan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
céltalan, használhatatlan, hiábavaló, értelmetlen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estéril, inútil, ocioso, supérfluo, vão
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безглуздий, безкорисний, безплідний, безцільний, даремний, зайвий, малокорисний, марний, недійсний, нездійсненний, некорисний, ненавмисний, непотрібний, нуль, нікчемний, ніщо
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bezcelowy, bezużyteczny

Σχετικές λέξεις

ανωφελής κώνωψ, ο ανωφελήσ