lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποθαρρύνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alienate, disaffect, discourage, estrange
αποθαρρύνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odcizit, odradit, odstrašit, odvrátit, zastrašit, zcizit, znechutit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abstoßen, entmutigen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desalentar, desanimar, descorazonar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aliénation, aliéner, décourager, désobliger, rebuter, repousser, éloigner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alienare, disanimare, scoraggiare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обескураживать, отдалять, отталкивать, оттолкнуть, отчуждать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адчужаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lamauttaa, lannistaa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desalentar, desanimar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відчужити, відчужувати, відчужіть, експропріювати, експропріюйте
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zrazić, zrażać

Σχετικές λέξεις

αποθαρρύνω συνωνυμα, ενθαρρύνω συνώνυμα, αποθαρρύνω english, ενθαρρύνω συνωνυμο, αποθαρρύνω ετυμολογία