lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποικία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
colony, hamlet, rookery, settlement
αποικία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kolonie, osada, samota, vesnice, víska
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansiedlung, kolonie, köln, niederlassung, siedlung, weiler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bosættelse, bygd, koloni, landsby
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caserío, colonia, poblado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bourgade, cologne, colonie, fût, hameau, hampe, lieu-dit, village
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
borgo, casale, colonia, paese, villaggio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bygd, koloni, landsby
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выселок, колония, поселение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besittning, koloni
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колония, село
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паселішча, пасяленне, сяло
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alusmaa, kylä, siirtola, siirtomaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kolonija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyarmat, kolónia, telep, település
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gyvenvietė, kolonija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casearão, lugarejo, povoado, vila
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
colonie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
врегулювання, дислокація, колонія, місцезнаходження, поселення, розміщення, розрахунок, розташування, селище, улагодження, урегулювання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kolonia, osada

Σχετικές λέξεις

αποικία στον άρη, αποικία ορεινών μανιταριών, αποικία θουρίων, αποικία χρέους, αποικία καβάφης, αποικία ψυχοπαθών λέρου, αποικία ορισμός, αποικία μυρμηγκιών, αποικία βακτηρίων, αποικία καβάφη