lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απομακρυσμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
away, distant, equidistant, far, far-away, far-off, faraway, remote
απομακρυσμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
daleko, daleký, odlehlý, odměřený, rezervovaný, vzdálený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgelegen, entfernt, entfernter, entlegen, fern, fort, hoch, weg, weit, weitläufig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bort, fjern, lang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ajeno, alejado, apartado, distante, lejano, lejos, remoto, separado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
distant, femme, haut, loin, lointain, reculé, télémesure, écarté, éloigné
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
distante, lontano, remoto, sperduto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsides, fjern, lang, vid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
далек, далекий, далеко, дальний, далёк, далёкий, дистанционный, отдаленный, отдалённый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avlägsen, avsides, fjärran
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
larg
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
далеко, дальні, далёкі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kauge
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etäinen, etäällä, kauas, kaukainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dalek, daleko, udaljen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
távoli
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
atokus, tolimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afastado, apartado, distante, legando, longe, pejos, remoto, separado, ulterior
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
îndepărtat
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
daleč
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vzdialený
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віддалений, віддалено, відлюдний, далекий, далеко, дальній, неабиякий, невеликий, незвичайний, незначний, слабий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
daleki, odległy, zdalny

Σχετικές λέξεις

απομακρυσμένος έλεγχος συσκευών, απομακρυσμένος έλεγχος υπολογιστή, απομακρυσμένος έλεγχος iphone, απομακρυσμένος έλεγχος dvr, απομακρυσμένοσ μετάφραση, απομακρυσμένος συνώνυμα