lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απονέμω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjudge, allocate, award
απονέμω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přisoudit, přiznat, přiřknout, přiřčení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusprechen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anslå
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adjudicar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjudication, adjuger
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anslå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присуждать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anslå, tilldela, tillerkänna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adjudicar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przysądzać

Σχετικές λέξεις

απονέμω αόριστος, απονέμω δικαιοσύνη, απονέμω κλίση, απονέμω αγγλικά, απονέμω συνώνυμο, απονέμω ετυμολογια, απονέμω στα αγγλικα, θα απονέμω