lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποπνικτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
air-tight, airless, airtight, damp, frowsty, frowzy, fuggy, humid, muggy, oppressive, sticky, stuffy, sultry
αποπνικτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dusný, nedýchatelný, parný, tíživý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dumpf, schwül, stickig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
krav, kvalm, lummer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahogado, bochornoso, cerrado, sofocador, sofocante
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confiné, irrespirable, lourd, simoun, suffocant, vaporeux, étouffant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
afoso, opprimente, soffocante
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvalm, kvalmig, kvav, lummer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
душен, душный, затхлый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kvalmig, kvav, lummer
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
душны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helteinen, hiostava
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fullasztó, fülledt
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безповітряний, близький, близько, душний, завершення, задушливий, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, пекучий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
duszny, parny

Σχετικές λέξεις

αποπνικτικός συνωνυμα