απόθεμα ορισμός, απόθεμα της βιόσφαιρας, απόθεμα ασφαλείασ, απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, απόθεμα συνώνυμο, απόθεμα εκκρεμών ζημιών, απόθεμα παγίου κεφαλαίου, απόθεμα χρυσού, απόθεμα english, απόθεμα κινδύνων εν ισχύ
πόρπη δείχνω προσθέτω διαδοχή εγωισμός λαιμός τράπεζα εμψυχώνω μετάφραση ανάθεση υπόσχεση σπάνια ομιλητής μελέτη κορδόνι πραγματεία νομίζω τρελός βία παίρνω