lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απόθεμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asset, hoard, reserve, resource
απόθεμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
záloha, zásoba
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestand, mittel, vorrat
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forråd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acervo, léxico, provisión, repuesto, reserva
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nomenclature, provision
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risorsa, scorta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forråd, resurs
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запас, резерв, ресурс
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestånd, resurs
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rezervë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запас
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
запас, рэсурс
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
varu
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acervo, depósito, reserva
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
басейн, відставання, заощаджувати, запас, запасати, консолідувати, майно, поставити, поставляти, постачання, постачати, резерв, резервуар, резервувати, ресурс, тезаврувати, фонд, холдінг
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zasób

Σχετικές λέξεις

απόθεμα ορισμός, απόθεμα της βιόσφαιρας, απόθεμα ασφαλείασ, απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, απόθεμα συνώνυμο, απόθεμα εκκρεμών ζημιών, απόθεμα παγίου κεφαλαίου, απόθεμα χρυσού, απόθεμα english, απόθεμα κινδύνων εν ισχύ