lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αριστοκρατία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aristocracy, nobility, peerage
αριστοκρατία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aristokracie, šlechta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
adel, aristokratie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
adel, aristokrati
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aristocracia, nobleza
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aristocratie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aristocrazia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аристократия, благородство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adel
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аристокрация
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
арыстакратыя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aristokraatia
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aristokratia
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
arisztokrácia
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
aristokratija, diduomenė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aristocracia
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
aristocraţie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аристократія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
arystokracja

Σχετικές λέξεις

αριστοκρατία στην αρχαία ελλάδα, αριστοκρατία ολιγαρχία, αριστοκρατία ετυμολογία, αριστοκρατία αριστοτέλησ, αριστοκρατία του ξίφους, στρατιωτική αριστοκρατία, βυζαντινή αριστοκρατία, εργατική αριστοκρατία, δημοκρατική αριστοκρατία, συγκλητική αριστοκρατία