lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αρσενικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
male, manful, manlike, manly, manned, mannish, masculine, virile
αρσενικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chlapský, maskulinum, mužný, mužský, potentní, pánský, samec, samčí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
männlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
han, mandig, mandlig, maskulin, viril
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
macho, masculino, varonil, varón, viril
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hommasse, masculin, mâle, pénis, viril, virilité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maschile, maschio, mascolino, virile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hankjønn, karslig, mandig, manndom, mannlig, maskulin, viril
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мужеский, мужествен, мужественный, мужской
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
manlig, mannlig, maskulin, viril
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mashkull, mashkullor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъжки
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мужны, мужчынскі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
isane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koiras, mies, miesmäinen, uros
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
muškarac, muževan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
férfi, férfias
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
patinas, vyras
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
macho, masculino, varonil, viril
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відважний, змужнілий, мужній, спортсменський, чоловічий, чоловічою, чоловічої, чоловічій
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
męski

Σχετικές λέξεις

αρσενικόσ ζιγκολό, αρσενικός ζιγκολό ωραίος & ευρωπαίος, αρσενικός γάτος, αρσενικός σκύλος, αρσενικός ζιγκολό alpha