lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αρχαιότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ancient, antique, antiquity
αρχαιότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
antický, antika, starobylost, starobylý, starodávnost, starodávný, starověk, starověký, starožitný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altertum, antiquität
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
antikken, antikvitet, oldtid
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antiguo, antigüedad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antique, antiquité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antichità, antico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
antikk, antikken, antikvitet, forntid, forntida, oldtid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
античность, древний, древность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antik, antikvitet, forntid, forntida, ålderdomlig
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
antik
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
антычнасць, старажытнасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antiikki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
antički
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
antik, régiség, ókor, ókori
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antigo, vetusto
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
antichitate
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
античність, старовина, стародавність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
antyk, starożytność

Σχετικές λέξεις

αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, ύστερη αρχαιότητα, κλασική αρχαιότητα