lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ασανσέρ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascension, elevator, forklift, hoist, jack, lift
ασανσέρ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hever, výtah, zdvihák, zdviž
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufzug, elevator, fahrstuhl, hubförderer, lift, winde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elevator
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ascensor, elevador, montacargas
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ascenseur, cric, guindal, guindeau, lift, monte-charge, monte-plats, élévateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascensore, elevatore, montacarichi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elevator, heis, hiss
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лифт, подъёмник, элеватор
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hiss
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ashensor
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lift
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hissi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dizalica, dizalo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
autóemelő, felvonó, lift
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
liftas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascensor, elevador
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
lift
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výťah
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
елеватор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
elewator, podnośnik, winda

Σχετικές λέξεις

ασανσέρ τιμές, ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ ονειροκρίτης, ασανσέρ σκάλας, ασανσέρ εξωτερικά, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ ντουλάπας servetto, ασανσέρ φάρσα