lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ασκητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascetic, ascetical
ασκητικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
asketický, odříkavý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
asketisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
asketisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ascético
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ascétique
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
asketisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аскетический
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asketisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аскетычны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
askeettinen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascético
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
asketický
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поміркований, стриманий, суворий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ascetyczny