lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ασυλία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
almshouse, asylum, cote, covert, harbour, harbourage, haven, refuge, retreat, sanctuary, sanctum, shelter, workhouse
ασυλία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
azyl, budka, chudobinec, domov, kryt, ochrana, ostrůvek, přístřešek, přístřeší, skrytý, skrýš, zakrytý, úkryt, útočiště, útulek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
asyl, hort, obdach, schutz, schutzhütte, unterkunft, unterstand, wohnheim, zuflucht, zufluchtsstätte
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
asyl, fristed, hospits, husly, ly, skjult, tilflugt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abrigada, abrigo, acogida, albergue, asilo, cobijo, guarida, hospicio, puerto, refugio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abri, asile, couvert, dégîte, dépôt, gîte, hospice, hébergement, hôpital, recours, refuge
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alloggio, asilo, coperto, ospizio, ricovero, rifugio, riparo, salvagente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
asyl, hospits, husly, leskur, ly, skjult, tilflukt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
богадельня, прибежище, пристанище, приют, убежище, укрытие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asyl, hospits, husly, ly
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
strehë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подслон, пристанище, убежище
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прыкрыванне, прыстанак, прыстанішча, прытулак, сховішча, укрыванне, хаванне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
varjupaik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suoja, suojapaikka, turva, turvakoti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sklonište, zaklon
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
menhely, oltalom, védett, óvóhely
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
prieglauda, prieglobstis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrigo, albergue, asilo, colijo, guarida, refugio, refúgio
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
adăpost, azil
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
azyl, chudobinec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вкриття, гавань, житло, захисток, заховати, заховувати, канделябр, кредит, нора, переховати, позика, порт, поховати, приміщення, пристосування, притулок, приховати, приховувати, розквартирування, святилище, сховати, сховатися, сховище, тент, укриття, ховати, ховатися, цитадель
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
azyl, przytułek, schronienie

Σχετικές λέξεις

ασυλία στο dancing, ασυλία dwts, ασυλία dancing with the stars, ασυλία βουλευτών, ασυλία dancing, ασυλία στο dancing with the stars, ασυλία προέδρου, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία ετυμολογία, ασυλία δικηγόρων