lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ατσάλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steel
ατσάλι
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stahl
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stål
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acier, damas, feuillard
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acciaio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stål
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сталь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stål
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стомана
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сталь
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
teras
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teräs
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
acél
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
plienas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acero
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
oţel
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
oceľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крицю, криця, сталь
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
stal

Σχετικές λέξεις

ατσάλι από τη δαμασκό, ατσάλι 440c, ατσάλι ή χάλυβας, ατσάλι και άνεμος, ατσάλι hss, ατσάλι στα αγγλικά, ατσάλι ή μαντέμι, ατσάλι δαμασκού, ατσάλι για μαχαίρι, ατσάλι 5160