lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυτοπεποίθηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affiance, belief, confession, confidence, credence, credit, dependence, faith, reliance, trust, trustfulness
αυτοπεποίθηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důvěra, důvěryhodnost, kredit, přesvědčení, spolehnutí, spoléhání, víra, úvěr
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
darlehen, geständnis, glaube, kredit, religion, vertrauen, zuversicht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kredit, lift, religion, tillid, tiltro, tro
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confianza, confidencia, crédito, fe, religión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confiance, confidence, croyance, crédit, foi
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affidamento, assegnamento, confidenza, credito, fede, fido, fiducia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bikt, godtroenhet, kreditt, lit, selvtillit, tillit, tillitt, tiltro, tro
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вера, доверие, доверчивость, кредит, признание, упование
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekännelse, bikt, förtroende, lit, tillförsikt, tillit, tilltro, tro
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доверие, кредит, религия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прызнанне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
usaldus, usk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luottamus, luotto, usko
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povjerenje, vjera
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bizakodás, bizalom
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kreditas, paskola, tikėjimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confiança, confidencia, crédito, fé, prestigio, religião
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
credinţă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dôvera
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визнання, впевненість, вступ, віра, вірування, довіра, довіру, доступ, заклад, залежність, запорука, застава, зізнання, ймовірність, кредит, кредитний, кредитувати, освідчення, певність, полягання, признання, прийняття, припущення, підтвердження, розписка, розпізнавання, сповідь, траст
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ufność, zaufanie, zwierzenie

Σχετικές λέξεις

αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση παιδιού, αυτοπεποίθηση αντώνυμο, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάσ αυτά που θέλεισ rob yeung, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση συνώνυμα, αυτοπεποίθηση τεστ